- μακάσφαλτος
- η щебёночное дорожное покрытие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακάσφαλτος — η επίστρωμα δρόμου το οποίο αποτελείται από σκυρόστρωμα ποτισμένο με θερμή άσφαλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακαδάμ* + άσφαλτος] … Dictionary of Greek
μακασφαλτικός — ή, ό [μακάσφαλτος] αυτός που έχει εμποτιστεί με καθαρή θερμή άσφαλτο … Dictionary of Greek